Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Ποιοι συνέλαβαν και δίκασαν τον Ιησού;


Τα κλαψουρίσματα του «σωτήρα», θα ακολουθήσει η σύλληψή του από τους Ρωμαίους, μετά από την -γεμάτη ερωτηματικά- «προδοσία» του Ιούδα. Ως εκ του θαύματος, ο Ιησούς φαίνεται πλέον πιο…θαρραλέος και αποφασισμένος: «Θα πιω το ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας» (Ιωάννης 18: 11).

Σύμφωνα λοιπόν με τον Ιωάννη, τον Ιησού συνέλαβαν όπως ήταν φυσικό οι ρωμαϊκές αρχές και φυσικά ουδέποτε τον παρέδωσαν στους Ιουδαίους για να δικαστεί. Όμως, αντίθετα από τον Ιωάννη, οι τρεις πρώτοι ευαγγελιστές, δεν αναφέρουν καθόλου τους Ρωμαίους στρατιώτες. Και οι τρεις ομόφωνα αναφέρουν, ότι τον Ιησού πήγαν να συλλάβουν: «Ο Ιούδας μαζί με ένα πλήθος ανθρώπων, οπλισμένων με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένοι απ’ τους αρχιερείς και πρεσβύτερους του συνεδρίου» (Ματθαίος 26: 47, Μάρκος 14: 43, Λουκάς 22: 47). «Αυτοί δε (δηλαδή ο όχλος) που τον έπιασαν τον παρέδωσαν στον αρχιερέα Καϊάφα όπου και συνήχθησαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι» (Ματθαίος 26:57).

Το φυσικότερο βέβαια είναι, την σύλληψη μέσα στη νύχτα, να έκαναν οι μόνες αρμόδιες αρχές του τόπου, δηλαδή οι Ρωμαίοι, οι όποιοι όμως ουδέποτε θα παρέδιδαν τον κρατούμενό τους στους Ιουδαίους για να δικαστεί πρώτα απ’ αυτούς. Προφανώς ο Ιησούς συνελήφθη και κρατήθηκε για το υπόλοιπο της νύχτας στο φρουραρχείο, ώστε το πρωί να δικαστεί απ’ τον Ρωμαίο έπαρχο Πιλάτο!

Τα περί δίκης λοιπόν και ακροάσεων από τον αρχιερέα Άννα, Καϊάφα και Ηρώδη μέσα στην μαύρη νύχτα, είναι εντελώς φανταστικά και δεν θα μας απασχολήσουν, διότι ολοφάνερα είναι κατοπινά εφευρήματα, που μοναδικό σκοπό είχαν να περιπλέξουν την αρχική απλότητα του σεναρίου και να αυξήσουν την δραματικότητα των παθών του Ιησού!

Ένα είναι σίγουρο, οι ρωμαϊκές αρχές ουδέποτε θα συναποφάσιζαν για τα συμφέροντα της Ρώμης, με τα εντελώς αναρμόδια θεοκρατικά δικαστήρια των υπόδουλων Εβραίων. Μια τέτοια ανάμειξη λοιπόν εξουσιών, είναι εξόφθαλμα αδιανόητη. Απ’ την στιγμή που οι Ρωμαίοι είχαν λόγους κινητοποίησης και ανάμειξης, σημαίνει ότι οι κατηγορίες για τις οποίες συνελήφθη ο Ιησούς, δεν ήταν θεολογικές, αλλά κατηγορίες πιθανής υπονόμευσης της ρωμαϊκής εξουσίας και έναν τέτοιο κατηγορούμενο, οι Ρωμαίοι δεν θα τον παρέδιδαν ποτέ σε κανέναν άλλον να δικαστεί, παρά μόνο στον ίδιο τον Ρωμαίο έπαρχο, δηλαδή τον Πιλάτο!

Πράγματι: «Πρωίας γενομένης…παρέδωσαν τον Ιησού στον ηγεμόνα Πιλάτο» (Ματθαίος 27: 1-2). Είναι φυσικά ανώφελο να προσπαθήσουμε από τους διαλόγους της ανάκρισης να βγάλουμε συγκεκριμένο συμπέρασμα για την πραγματική μορφή της κατηγορίας και την διεξαγωγή της δίκης. Σωστά ο Μάρκος παρατηρεί αόριστα πως «οι αρχιερείς τον κατηγορούσαν για πολλά» (Μάρκος.13: 3).

Από την ερώτηση όμως του Πιλάτου προς τον Ιησού, «είσαι εσύ ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» (Ματθαίος 27: 21), μπορούμε να υποθέσουμε ότι η βασική κατηγόρια εναντίον του, ήταν πράγματι σχετική με ενδεχόμενη στάση κατά της ρωμαϊκής φρουράς στην Ιερουσαλήμ. Όμως ο έπαρχος Πιλάτος, έμπειρος διοικητής, γρήγορα κατάλαβε ότι μπροστά του δεν είχε έναν άνθρωπο που ετοίμαζε ένοπλη στάση! Τίποτε από όσα μπορούσε να ελέγξει, δεν συνηγορούσε σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Ο Πιλάτος δεν άργησε να διακρίνει «ότι από φθόνο τον είχαν παραδώσει» (Μάρκος 13: 10). Μπροστά του είχε έναν κατασκευασμένο ένοχο, από ένα φθονερό ιερατείο, που τον ήθελε οπωσδήποτε νεκρό, για λόγους που ο Πιλάτος αδυνατούσε να υποθέσει. Προσπάθησε λοιπόν να αφήσει ελεύθερο τον συκοφαντημένο θεραπευτή, αλλά συνάντησε σφοδρότατη αντίδραση ακόμα κι από τον κατευθυνόμενο όχλο έξω από το πραιτώριο: «Οι δε ιερείς ξεσήκωναν τα πλήθη…φωνάζοντας σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον» Μάρκος 15: 11-14).

Το ιερατείο, οι μοναδικοί κατήγοροι του Ιησού, επιτέθησαν με σοβαρά σενάρια αντιρωμαϊκής συνωμοσίας: «Τον πιάσαμε να ξεσηκώνει τον λαό μας, να τον εμποδίζει να πληρώνει φόρους στον Καίσαρα και να ισχυρίζεται πως είναι ο βασιλιάς Μεσσίας» (Λουκάς 23: 2).

Οι κατηγορίες αν και αναληθείς, ήταν σοβαρές, αφού υπονοούσαν στάση κατά της Ρώμης. Πουθενά όμως δεν υπήρχαν αποδείξεις ικανές, να πείσουν τον Πιλάτο, πως ο αμίλητος άνθρωπος που είχε μπροστά του ήταν ένοχος, στασιασμού κατά της Ρώμης. Ούτε καν οι δραματικές καταγγελίες του καταδότη Ιούδα, δεν είχαν στο παραμικρό επαληθευθεί. Στον λόφο της σύλληψης, ο Ιησούς ήταν άοπλος και σχεδόν μόνος, δεν αντιστάθηκε καθόλου και δεν έδωσε ούτε μια στιγμή την εικόνα κάποιου που ετοίμαζε ένοπλη στάση κατά της πόλης! Υπέθεσε λοιπόν σωστά, ότι ο άνθρωπος που στεκόταν μπροστά του, ήταν θύμα του φαρισαϊκού θεοκρατικού φθόνου!

Παραδόξως ακόμα και ο ίδιος ο Ιησούς, με την σιωπή του, διευκόλυνε την γρήγορη καταδίκη του, αφού δεν έδινε καμία υπερασπιστική απάντηση στις ερωτήσεις του Πιλάτου: «Ουδέν απεκρίνετο…και ουκ απεκρίθη προς αυτώ ουδέν» (Ματθαίος 27: 12-14), γι’ αυτό και «ο Πιλάτος απόρησε πολύ γι’ αυτό» (Ματθαίος 27: 14).

Ο Πιλάτος, όταν διέκρινε ότι δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας για την ρωμαϊκή τάξη και ασφάλεια, δοκίμασε κατ’ επανάληψη να ξεφορτωθεί την ευθύνη μιας άδικης καταδίκης. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Βαραββά, που είναι φανερά επινοημένη, (Ο Βαραββάς κατηγορείται: «δια στάσιν [δηλαδή επανάσταση] και φόνον βεβλημένος εις φυλακήν» [Λουκάς 23: 25]. Ουδέποτε ο Πιλάτος θα απελευθέρωνε, έναν τέτοιον αποδεδειγμένο επαναστάτη, διακινδυνεύοντας την πολιτική του φήμη) σύμφωνα με το κείμενο, ο Πιλάτος θέλοντας να ξεφορτωθεί την ευθύνη, ζήτησε απ’ τους κατήγορούς του ιερείς, να θανατώσουν οι ίδιοι τον Ιησού (Ιωάννης 19: 6). Αυτοί όμως αρνήθηκαν μια τέτοια εξέλιξη, επιμένοντας στην σταύρωση και όχι στον λιθοβολισμό.

Παρ’ όλα αυτά, ο Πιλάτος που είχε φήμη πεισματώδους ανθρώπου, δεν έλεγε να εγκρίνει το επαναλαμβανόμενο δόλιο αίτημα της σταύρωσης… Το ιερατείο όμως, πέρασε στην τελική αντεπίθεση, αυτή του ωμού εκβιασμού. Έβαλαν λοιπόν τον κατευθυνόμενο απ’ αυτούς όχλο να κραυγάζει: «Όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλέα (όπως κατηγόρησαν τον Ιησού ότι έκανε) είναι εχθρός του Καίσαρα. Εάν τον ελευθερώσεις δεν θα είσαι πια φίλος του Καίσαρος» (Ιωάννης 19: 12). Αυτός ο εκβιασμός, ήταν εντελώς ξεκάθαρος. Αν τολμούσε να τον αθωώσει, η είδηση θα έφθανε απ’ αυτούς στον ίδιο τον Καίσαρα, με τον ξεκάθαρο υπαινιγμό, ότι δεν υπερασπίστηκε τα συμφέροντα της Ρώμης, από έναν επίδοξο κινηματία, που ήδη έφερε θρασύτητα και δημοσίως τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων.

Ο Πιλάτος καταλάβαινε πολύ καλά τον σοβαρό εκβιασμό. ο όνομα του Πιλάτου την περίοδο εκείνη, σχετιζόταν ήδη επικίνδυνα με τον ισχυρότερο στρατιωτικό της Ρώμης, κάποιον Αΐλιο Σηιανό (Aelius Sejanus) που όμως βρέθηκε ένοχος συνωμοσίας εναντίον του αυτοκράτορα, εξορίστηκε και στην συνέχεια θανατώθηκε μαζί με πολλούς άλλους συνωμότες (535) από τον αυτοκράτορα Τιβέριο.

Η πολιτική φήμη του Πιλάτου λοιπόν, κρεμόταν ήδη από μια κλωστή και οι Φαρισαίοι φαίνεται πως το γνώριζαν αυτό καλύτερα από τον καθένα. Ο Πιλάτος δεν θα άντεχε την παραμικρή αντιρωμαϊκή αναφορά στο όνομα του. Έτσι, «ακούσας λοιπόν ο Πιλάτος τούτον τον λόγον, έφερε έξω τον Ιησού και εκάθησε…ήτο δε Παρασκευή του Πάσχα και ώρα περίπου έκτη και λέγει προς τους Ιουδαίους. Ιδού ο βασιλεύς σας. Οι δε εκραύγαζον λέγοντες…άρον άρον σταύρωσον αυτόν, τότε λοιπόν παρέδωκε αυτόν διά να σταυρωθεί» (Ιωάννης 19: 13-16).

Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που ο Πιλάτος παρέδωσε αμέσως τον Ιησού στην εκτέλεση της ποινής, πράγμα που δείχνει ότι από την μεριά των Φαρισαίων, υπήρξε ιδιαίτερη απαίτηση, άμεσης εκτέλεσης του Ιησού προ της τελετής, με το προφανές πρόσχημα, ότι μόνο έτσι θα αποφευχθούν τα ενδεχομένως προσχεδιασμένα επεισόδια απ’ τους οπαδούς του κινηματία Ιησού, που σκοπό τους είχαν να αιματοκυλήσουν την επικείμενη τελετή. Αυτήν την απαίτηση των ιερέων, φαίνεται να βοήθησε αποτελεσματικά ο υποκινούμενος όχλος, με την ασταμάτητα επαναλαμβανόμενη ιαχή: «άρον, άρον (κουβαλήστε τον γρήγορα, τώρα) σταύρωσον αυτόν!».
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...