
«Οσάκις διαβάζουμε τις άσεμνες εικόνες, τις φιλήδονες ακολασίες, τις σκληρές και αισχρές εκτελέσεις, την αδιάλειπτη μνησικακία και εκδικητικότητα, με τις οποίες είναι γεμάτη η Βίβλος, θα ήταν πιο συνεπές να την ονομάσουμε βιβλίο ενός δαίμονα παρά ενός θεού. Είναι μια ιστορία της κακίας που έχει χρησιμοποιηθεί για τη διαφθορά και αποκτήνωση της ανθρωπότητας. Ειλικρινά αηδιάζω με αυτήν, όπως αηδιάζω με όλα τα σκληρά πράγματα».
Tom Paine
Το «βιβλίο των βιβλίων» για τους χριστιανούς είναι η Βίβλος και η οποία θεωρείται ότι είναι «ιερό κείμενο». Στην ιστορία των θρησκειών τα ιερά κείμενα, τα ιερά βιβλία, οι ιερές Γραφές ανήκουν στο επάγγελμα, στη μπίζνα, είχαν και έχουν στενή σχέση με αυτή· όχι μόνο με τη χρηματική, αλλά και με την πολιτική, με το εμπόριο της ανθρώπινης καρδιάς γενικά.
Οι Βίβλοι της ανθρωπότητας είναι επομένως πολλές: Η τριπλή «Βέδα» της αρχαίας Ινδίας π.χ., τα πέντε «Σινγκ», οι κανόνες της κινεζικής αυτοκρατορικής θρησκείας, το «Σιντάτα (Siddhata)» του Ζαϊνισμού, το «Τιπιτάκα» του Βουδισμού της Θεραβάντα, η «Ντάρμα» του ινδικού Βουδισμού της Μαχαγιάνα, το «Τριπιτάκα» του θιβετιανού Βουδισμού, το «Τάο-τε-σινγκ» των ταοιστών μοναχών, η «Αβέστα» του περσικού Μαζνταϊσμού, το «Κοράνι» του Ισλάμ, το «Γκρανθ» των Σιχ, το «Γκίνζα» του Μανδαϊσμού. Πλήθος ιερών κειμένων υπήρχαν στα ελληνιστικά μυστήρια, όπου ήδη σε προχριστιανικές εποχές παρέπεμπαν με την απλή λέξη «Γραφή» και με τη διατύπωση «βρίσκεται γραμμένο» ή «όπως γράφεται». Στην Αίγυπτο τα ιερά κείμενα έφταναν μέχρι τους αρχαιότατους χρόνους, αφού ήδη την 3η χιλιετία π.Χ. αποκαλούσαν τα ιερά κείμενα «λόγο του θεού».
Τώρα, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι η Βίβλος δεν είναι μόνο ένα βιβλίο ανάμεσα στα βιβλία, αλλά το βιβλίο των βιβλίων. Επομένως δεν είναι κάποιο βιβλίο που θα μπορούσε κανείς να τοποθετήσει «δίπλα στον Πλάτωνα ή το Κοράνι ή τα αρχαία ινδικά βιβλία της σοφίας». Ο Χριστιανισμός επιμένει στην μοναδικότητα, όπως και όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες (και γι’ αυτό το λόγο διακρίνονται ειδικά αυτές από μοναδική στο είδος της αδιαλλαξία!). «Όπως ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους ανέμους, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τον Ισραήλ», ισχυρίζεται το Ταλμούδ. Στο Κοράνι αναφέρεται: «Μας επέλεξες από όλους τους λαούς… Μας σήκωσες πάνω από όλα τα έθνη…». Ακόμη και ο Λούθηρος θριαμβολογεί: «Εμείς οι χριστιανοί είμαστε μεγαλύτεροι και περισσότεροι από όλα τα πλάσματα…». Με λίγα λόγια, η Βίβλος έχει μια ιδιαιτερότητα, πράγμα το οποίο συμπεραίνεται, εκτός πολλών άλλων, και από το γεγονός ότι ο χριστιανικός κόσμος κατά τον πρώτο ενάμιση αιώνα δεν διέθετε δικό του «ιερό κείμενο» -και γι’ αυτό έκλεψε την Αγία Γραφή των Ιουδαίων, την Παλαιά Διαθήκη.
Το όνομα Παλαιά Διαθήκη (στη βιβλική γλώσσα αποτελεί απόδοση στα ελληνικά μιας εβραϊκής λέξης που σημαίνει «συνθήκη», «συμμαχία», «σύμβαση» ή «συμφωνία») προέρχεται από τον Παύλο ο οποίος το αναφέρει στη Β’ Επιστολή προς Κορινθίους (3,14). Η Συναγωγή, η οποία φυσικά δεν έχει Καινή Διαθήκη, δεν αναφέρεται ούτε σε Παλαιά Διαθήκη, αλλά στο Tenak, μια τεχνητή λέξη η οποία σχηματίστηκε από τα αρχικά γράμματα των λέξεων Thora, NTn’im και Ketubim: Νόμος, Προφήτες και Λοιπά Βιβλία. Αυτά είναι τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, στο βαθμό που προέρχονται από την εβραϊκή παράδοση, η «Αγία Γραφή» των Ιουδαίων μέχρι σήμερα. Οι Ιουδαίοι της Παλαιστίνης καθόρισαν τον οριστικό κατάλογο τους μόλις στη Σύνοδο της Ιάμνειας ανάμεσα στο 90 και 100 μ.Χ., δηλαδή 24 βιβλία, σίγουρα σε ταύτιση με τον αριθμό των γραμμάτων του εβραϊκού αλφαβήτου (τα ιουδαϊκά βιβλία απόκτησαν μόλις το 15ο αιώνα άλλη διάταξη και έφτασαν τα 39 κανονικά βιβλία.) Ο Θεός πάντως, στον οποίο οφείλεται βέβαια αυτή η «Αγία Γραφή», από τον οποίο ουσιαστικά προέρχεται, χρειάστηκε για τη συγγραφή και την οριστική σύνθεση της, όπως και να το κάνουμε, πάνω από χιλιετία· αν και δεν είναι τόσο μεγάλο διάστημα, αν σκεφτούμε ότι για Εκείνον χίλια χρόνια είναι μια ημέρα.
Η ιδιαιτερότητα της χριστιανικής Βίβλου φαίνεται, εκτός αυτού, και από το γεγονός ότι τα διάφορα δόγματα έχουν και διαφορετικές Βίβλους που δεν συμφωνούν καν ως προς την έκταση τους, από το γεγονός ότι οι μεν θεωρούν ιερά όσα για τους άλλους είναι μάλλον περίεργα και ύποπτα.
Ο κανόνας του Ιουδαϊσμού της ελληνιστικής περιόδου, η μετάφραση των Εβδομήκοντα (συμβολίζεται: Ο’) ήταν το ιερό αποκαλυπτικό βιβλίο των ελληνόφωνων Ιουδαίων. Έγινε από διάφορους μεταφραστές του 3ου αιώνα π.Χ. για τους Ιουδαίους της διασποράς στην Αλεξάνδρεια και είναι η αρχαιότερη και σημαντικότερη μεταφορά της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά, την οικουμενική γλώσσα της ελληνιστικής περιόδου, βρήκε δε αποδοχή στη Συναγωγή ως επίσημη Βίβλος των Ιουδαίων της διασποράς. Η μετάφραση των Ο’ περιλάμβανε όμως περισσότερα κείμενα από όσα δεχόταν ο εβραϊκός κανόνας και αργότερα και ο καθολικός. Ωστόσο τα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης που παρατίθενται στην Καινή Διαθήκη προέρχονται κατ’ εξοχήν από αυτή τη μετάφραση των Ο’. Ακόμη και για τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι τη χρησιμοποιούσαν με ζήλο, ήταν η Παλαιά Διαθήκη και αποτελούσε «Αγία Γραφή».
Τον 2ο αιώνα, όταν ακόμη οι χριστιανοί δεν εκπαιδεύονταν για πόλεμο, όπως θα γινόταν συνεχώς μετά από λίγο, υπήρχαν ανάμεσα τους ίσως περισσότεροι αντίπαλοι της Παλαιάς Διαθήκης από ό,τι υπερασπιστές. Και κανείς δεν ένοιωσε τότε την ασυμφωνία της με τις κεντρικές διδασκαλίες του βιβλικού Ιησού τόσο, όσο ο «αιρετικός» Μαρκίωνας, τουλάχιστον κανείς δεν έβγαλε αυτό το συμπέρασμα με τον ίδιο τρόπο και με τέτοια επιτυχία. Στις (μη σωζώμενες) «Αντιθέσεις» του κατέγραψε τις αντιφάσεις και δημιούργησε τον πρώτο κανόνα χριστιανικών κειμένων, και μάλιστα βάσει του Ευαγγελίου του Λουκά που έχει τις λιγότερες επιρροές από τον Ιουδαϊσμό, και βάσει των επιστολών του Παύλου
Ειδικά οι «αιρετικοί» κύκλοι πολέμησαν την Παλαιά Διαθήκη. Πολλοί χριστιανοί γνωστικιστές την αποδοκίμασαν συλλήβδην. Διακόσια χρόνια μετά το Μαρκίωνα η αντίθεση ανάμεσα στον Γιαχβέ και τον Ιησού σοκάρει και τον Απόστολο των Βησιγότθων Ουλφίλα, έναν ειρηνόφιλο αρειανιστή. Στη μετάφραση της Βίβλου στα Γοτθικά που έκανε γύρω στο 370, το αρχαιότερο γερμανικό λογοτεχνικό μνημείο, ο επίσκοπος δεν μετάφρασε τα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Καίρια κριτική άρχισε να κινείται εκ νέου αργότερα από τον αιώνα του Διαφωτισμού.
Ο οξυδερκής Lessing, ο οποίος θεωρεί αμφίβολες και τις ιστορικές βάσεις του χριστιανισμού, αναφωνεί βλέποντας το αρχαίο ιουδαϊκό βιβλίο: «Σε αυτή τη λάσπη, σε αυτή τη λάσπη, μεγάλε Θεέ! Κι αν υπήρχαν ανάμεσα μερικοί κόκκοι χρυσού… Θεέ! Θεέ! Πάνω σε τι μπορούν οι άνθρωποι να θεμελιώσουν πίστη, με την οποία ελπίζουν ότι θα κερδίσουν την αιώνια ευτυχία;».
Με ακόμη μεγαλύτερο πάθος στηλιτεύει ο Percy Bysshe Shelley (1792-1822) «ολόκληρη την περιφρόνηση της αλήθειας και την περιφρόνηση των στοιχειωδών ηθικών αρχών», την «άνευ προηγουμένου βλασφημία να ισχυρίζονται ότι ο Παντοδύναμος διέταξε ρητά το Μωυσή να επιτεθεί σε έναν άκακο λαό και εξαιτίας μίας διαφορετικής λατρείας να αφανίσει κάθε ένα από τα πλάσματα του, να δολοφονήσει ψυχρά κάθε παιδί και κάθε άοπλο άντρα, να σφάξει τους αιχμαλώτους, να κομματιάσει τις συζύγους και να φυλάξει μόνο τα νεαρά κορίτσια, ώστε να συνουσιάζονται μαζί τους και να τα βιάζουν».